- ντούρος
- -α, -ο1. σκληρός, γερός2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης)β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του4. το ουδ. ως ουσ. παλαιότερο ισπανικό ασημένιο νόμισμα.επίρρ...ντούραμε ντούρο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. duro «σκληρός, τραχύς» < λατ. durus «σκληρός»].
Dictionary of Greek. 2013.